- κλάδος
- (I)ο (AM κλάδος)βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλαδί, κλαρί, κλώνος («ἀπὸ δὲ τῆς ἐλαίης τοὺς κλάδους γῆν πᾱσαν ἐπισχεῑν», Ηρόδ.)νεοελλ.1. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός συνόλου (α. «η γεωμετρία είναι κλάδος τών μαθηματικών», β. «επαγγελματικός κλάδος»)2. εποχή κλαδέματος3. κλάδεμα4. διακλάδωση αιμοφόρου αγγείου ή νεύρου5. μαθ. ένα από τα τμήματα μιας καμπύλης το οποίο εκτείνεται στο άπειρο6. φρ. «γενεαλογικός κλάδος» — σειρά οικογενειών που κατάγονται από κοινό γενάρχημσν.απόγονοςαρχ.1. σανίδα, μαδέρι2. βραχίονας («ἀπὸ νώτοιο δύο κλάδοι ἀΐσσονται», Εμπ.)3. φρ. «κλάδος ἐλαίας» — νέα κοπέλα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα klă τής ΙΕ ρίζας *kel(ә)- «χτυπώ», όπως και το κλάω / *-ῶ. Εμφανίζει οδοντική παρέκταση -δ-, όπως το κλαδαρός αλλά και τύποι άλλων ΙΕ γλωσσών (πρβλ. αγγλοσαξ. holt «ξύλο», γερμ. Holz «ξύλο», λατ. clādēs «καταστροφή», αρχ. σλαβ. klada «δοκός»).ΠΑΡ. κλαδεύω, κλαδί(ον)αρχ.κλαδεών, κλάδινος, κλάδιον, κλαδίσκος, κλαδώ(-άω), κλαδώδης, κλάδωναρχ.-μσν.κλαδώ(-έω)νεοελλ.κλαδικός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κλαδοειδής, κλαδοτομία, κλαδοτομώαρχ.-μσν.κλαδηφόρος, κλαδηφορώμσν.κλαδοκοπώ, κλαδοξεσκισμένος, κλαδοτρυπολόγος, κλαδοφυλλαδόφυλλον, κλαδοφορώμσν.- νεοελλ.κλαδόφυλλος. (Β' συνθετικό) ακρόκλαδος, μονόκλαδος, ολιγόκλαδος, πολύκλαδοςαρχ.αυτόκλαδος, εύκλαδος, κατάκλαδος, πεντάκλαδοςνεοελλ.άκλαδος, ακανθόκλαδος].————————(II)και κλάδο, το (Μ κλάδος)νεοελλ.1. εποχή για κλάδεμα2. κλάδεμαμσν.γέννημα, γόνος.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. τού κλαδεύω κατά τα θέρος, τρύγος].————————(III)κλάδος, τὸ (Α)κλαδί.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κλάδος (Ι) κατά τα τριτόκλιτα ουδ. σε -ος].
Dictionary of Greek. 2013.